- αστειεύομαι
- 1) шутить; говорить что-л, в шутку;2) поступать, вести себя несерьёзно;
μην αστειεύβσαι με το σκύλλο — не дразни собаку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μην αστειεύβσαι με το σκύλλο — не дразни собаку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστειεύομαι — αστειεύομαι, αστειεύτηκα βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αστειεύομαι — και αστεΐζομαι εύτηκα, δε μιλώ σοβαρά, χωρατεύω, παίζω: Μην τον παρεξηγείς, ήθελε να αστειευτεί μαζί σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστειεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστειεύομαι — (AM ἀστειεύομαι) μιλώ με τρόπο αστείο και ευχάριστο, όχι σοβαρά νεοελλ. φρ. αστειεύεσαι φανερώνει έντονη άρνηση ή κατάφαση αρχ. μιλώ ή γράφω με εξυπνάδα και πειστικότητα … Dictionary of Greek
ἀστειευόμενον — ἀστειεύομαι pres part mp masc acc sg ἀστειεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειεύῃ — ἀστειεύομαι pres subj mp 2nd sg ἀστειεύομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετωρίζομαι — αστειεύομαι, χωρατεύω … Dictionary of Greek
ἀστειευόμενοι — ἀστειεύομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειευόμενος — ἀστειεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειεύεσθαι — ἀστειεύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειεύεται — ἀστειεύομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)